- εργασιοθεραπεία
- ημέθοδος θεραπείας ψυχικών ή μυοκινητικών παθήσεων, κατά την οποία οι ασθενείς απασχολούνται με απλή και διευθυνόμενη από ειδικό εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… … Dictionary of Greek
Δρομοκαΐτης, Ζωρζής — (Χίος 1805 – 1880). Έμπορος. Το αρχικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Δερμοκαΐτης. Με τη διαθήκη του και με εκείνη της συζύγου του άφησε τη μεγάλη περιουσία του σε διάφορα κοινωφελή ιδρύματα, ενώ διέθεσε ένα ποσό για την ίδρυση φρενοκομείου. Με … Dictionary of Greek
λευκοδυστροφία — Ομάδα κληρονομικών ασθενειών της παιδικής ηλικίας με κοινό χαρακτηριστικό τη βλάβη ή καταστροφή των προστατευτικών καλυμμάτων των νεύρων. Αρχικά προσβάλλεται η λευκή ουσία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και στη συνέχεια η μυελίνη, η λιποπρωτεϊνώδης… … Dictionary of Greek